ἐρατός

ἐρατός
ἐρᾰτός, ή, όν, (ἔραμαι)
A lovely, of places and things,

δῶρ' ἐρατὰ..χρυσέης Ἀφροδίτης Il.3.64

;

ἔργ' ἀνθρώπων Hes.Th.879

; φιλότης ib.970 ; χέλυς, φωνή, πόλις, h.Merc.153,426, h.Ap.477 ; βᾶμα beloved footfall, Sapph.Supp.5.17 ;

χῶρος Archil.21.4

;

ἔπεα Alcm.45

;

ὄψ B.16.129

;

νίκα Corinn.Supp.1.24

; αἰδώς, κῶμοι, Pi.P.9.12,I.2.31 ;

ὠδίς Id.O.6.43

: [comp] Sup.,

παίδων -ώτατον ἄνθος AP12.151

: used by Trag. in Lyr.,

στήθεα A.Th.864

(anap.);

λέχος E.Heracl.915

;

μολπαί Id.El.718

(s.v.l.);

ὕμνοι Ar.Th.993

; of persons,

φυὴν ἐρατή Hes.Th. 259

,355 ;

νέοι ἄνδρες ἐ. Thgn.242

;

παῖς Pi.O.10

(11).99 : neut. as Adv.,

ἐρατὸν κιθαρίζειν h.Merc.423

,455.
2 beloved,

ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν ἐ. δὲ γυναιξί Tyrt.10.29

. —[dialect] Ep. and Lyr. word.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερατός — ἐρατός, ή, όν (Α) [έραμαι] αγαπητός, ποθητός, χαριτωμένος (α. «μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ) β. «φυὴν τ’ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • Ἐρατός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατός — lovely masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατά — ἐρατός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατά̱ , ἐρατός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατά̱ , ἐρατός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατώτερον — ἐρατός lovely adverbial comp ἐρατός lovely masc acc comp sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατῶν — ἐρατός lovely fem gen pl ἐρατός lovely masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατόν — ἐρατός lovely masc acc sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρατώτατον — ἐρατός lovely masc acc superl sg ἐρατός lovely neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐράτω — Ἔρατος masc nom/voc/acc dual Ἔρατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρόκερας — έρατος, το, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κεφαλοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών αμμωνιτοειδών και χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό απολίθωμα για τις θαλάσσιες αποθέσεις τού μέσου ιουρασικού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”